Η χρονιά ξεκινάει με μια εξαιρετική ταινία, “Destroyer”, η οποία διεκδικεί Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία Δράμα μιας και η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Νικόλ Κίνταμ έχει ενθουσιάσει τους κριτικούς (και όχι μόνο).

Λίγα λόγια για την ταινία

Πριν από 16 χρόνια, η ντετέκτιβ του αστυνομικού τμήματος του Λος Άντζελες Έριν Μπελ πήγε σε μυστική αποστολή στην Καλιφόρνια με σκοπό να εισχωρήσει σε μια συμμορία με αρχηγό τον τρομακτικό Σίλας. Όταν μια από τις βίαιες ληστείες τους αποτυγχάνει, η κάλυψη της Έριν χάνεται και ο Σίλας διαφεύγει. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Σίλας επιστρέφει πιο δυνατός και πιο επικίνδυνος από ποτέ, έχοντας καταστρώσει το σχέδιο της μεγαλύτερης τραπεζικής ληστείας στην ιστορία των ληστειών. Αυτή τη φορά όμως η Έριν θα τον σταματήσει.

Η μεταμόρφωση

Για τον ρόλο της Μπελ, η Κίντμαν χρειάστηκε να μάθει να χειρίζεται τα όπλα και να συμπεριφέρεται σαν κάποια που είναι κυνηγός και θήραμα μαζί. «Σε κάποιους ρόλους πρέπει να ενσαρκώσεις ανθρώπους που είναι σε εντελώς διαφορετική ψυχική κατάσταση από τη δική σου και πρέπει να μπεις στη θέση τους. Δεν είναι μια ευχάριστη θέση αλλά είναι μια δέσμευση που επιλέγω για να είμαι πιστή στην καλλιτεχνική μου πορεία», αναφέρει η Κίντμαν.

Στην ταινία, η Νικόλ Κίντμαν είναι μεν αναγνωρίσιμη αλλά ριζικά μεταμορφωμένη. Το πρόσωπό της δείχνει την απόρριψη, τον πόνο και τη δυστυχία της Μπελ. Τα μάτια της είναι σχεδόν στοιχειωμένα. Για το αποτέλεσμα αυτό ευθύνεται ο βραβευμένος με Όσκαρ Μακιγιάζ για το «Μια Σειρά από Ατυχή Γεγονότα», Μπιλ Κόρσο.  «Όταν ο Μπιλ άρχισε να αποτυπώνει τη ζωή της Μπελ στο πρόσωπο και το σώμα μου, κατάλαβα σε τι βαθμό είναι πληγωμένη αυτή η γυναίκα. Ήθελα η εξωτερική εμφάνιση να είναι ίδιο με τον εσωτερικό κόσμο. Ήταν τρομακτικό αλλά ταυτόχρονα απελευθερωτικό», λέει η Κίντμαν.

Η Κουσάμα σχεδόν τρόμαξε όταν είδε για πρώτη φορά την Κίντμαν, καθώς υπήρχε μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στην αληθινή εικόνα της και σε εκείνη μετά τη μεταμόρφωσή της. Στα φλασμπακ των νεανικών της χρόνων είναι φρέσκια και γεμάτη ενθουσιασμό, ενώ στα επόμενα χρόνια εμφανίζεται ταλαιπωρημένη, βυθισμένη στο αλκοόλ.

Το Λος Άντζελες

Όλα όσα βλέπουμε στην ταινία είναι φυσικοί χώροι και όχι σκηνικά. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι έπρεπε να γίνονται όλα με γρήγορους ρυθμούς και να αλλάζουν συχνά τοποθεσίες μέσα στη μέρα. Η επιλογή του Λος Άντζελες έγινε γιατί είναι μια πόλη με μεγάλες αντιθέσεις και είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Ο Μπέργκερ θυμάται ότι στο Νότιο Λος Άντζελες έπρεπε να γνωριστούν με μέλη συμμοριών ώστε να καταλάβουν ότι είχαν ευγενικές προθέσεις. «Μας είχαν αφήσει μόνους μας και ήταν πολύ ευγενικοί. Θυμάμαι όμως μια φορά που αρχίσαμε να ακούμε πυροβολισμούς και καταφύγαμε όλοι σε τεθωρακισμένο αυτοκίνητο για να είμαστε ασφαλείς».

Αισθητικά πρόκειται για ένα «ηλιόλουστο νουάρ» όπως το χαρακτηρίζει η Κουσάμα. Για να πετύχει το αποτέλεσμα που ήθελε, έφτιαξε ένα look-book με εικόνες που της αρέσουν όπως φωτογραφίες, σκηνές από ταινίες ακόμα και φωτογραφίες απο τόπους εγκλημάτων. Από την ταινία απουσιάζουν τα ειδικά εφέ, όχι μόνο λόγω έλλειψης budget αλλά και επειδή για την Κουσάμα αυτά τα εφέ απομακρύνουν τον θεατή από τη συναισθηματική πλευρά μιας ταινίας.

Παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Τόμπι Κέμπελ, Τατιάνα Μασλάνι,  Σκοτ ΜακΝέρι,  Σεμπάστιαν Σταν