Από τον Γιώργο Πράτανο,

Προσπαθούσα να μπω στα παπούτσια του Σωτήρη Χατζάκη όσο καθόμουν στις κόκκινες αναπαυτικές πολυθρόνες της Αίθουσας 2 στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. «Τι άγχος πρέπει να έχει αυτή τη στιγμή;» αναρωτιόμουν, χαζεύοντας την τεράστια γκρι σκηνή οπού βρίσκονταν ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, ένα καλόγηρος και ένα πανύψηλο τριπόδι που σε ύψος τριών μέτρων περίπου, συγκρατούσε έναν γιγαντιαίο ανθρώπινο εγκέφαλο.

«Θα είμαι επιεικής στα πρώτα λεπτά» σκεπτόμουν, όταν ξαφνικά τα φώτα χαμήλωσαν και ο Χατζάκης άρχισε να φτύνει λόγια και σιωπές, σε ένα μοναδικό κρεσέντο που διήρκεσε περίπου μιάμιση ώρα. Και χωρίς διάλλειμα, παρακαλώ. Καμία επιείκεια δεν ζήτησε -ούτε στην αρχή, μήτε στο τέλος. Ο Ποπρίτσιν του, ήταν στιβαρός, ογκώδης, έκανε ιδιοκτησία του τη σκηνή, ίσως και τους θεατές, οδηγώντας του στις κατηφορικές ατραπούς του μυαλού του.

Το δομημένο περίτεχνα κείμενο του Γκόγκολ, κυνικό και αλληγορικό, ισορροπεί σε μια λεπτή ισορροπία: Να οδηγήσει τον ηθοποιό σε υπερβολές, αφού οι θεατές παρακολουθούν τη σταδιακή βύθιση του ήρωα στην τρέλα. Η παγίδα αυτή μάλλον δεν απασχόλησε ποτέ τον Χατζάκη, που με τις αστείρευτα εκφραστικά του μέσα και την καθοδήγηση ενός εκ των κορυφαίων ψυχιάτρων στη χώρα μας, του Ματθαίου Γιωσαφάτ, παρέδωσε μια παράσταση – σημείο αναφοράς για τις επόμενες γενιές, στο πολυπληθές κοινό που κατέκλυσε το θέατρο και τον αποθέωνε επί πέντε λεπτά.

«Ήταν βολικό να είμαι “πίσω”. Τώρα είναι η ώρα να αντιμετωπίσω αυτό το φόβο και να βγω ξανά στο κοινό» μου δήλωνε σε συνέντευξη ο 59χρονος πρώην διευθυντής του Εθνικού και του Κρατικού, μερικούς μήνες πριν.

Ο Σωτήρης Χατζάκης βγήκε από την comfort zone του και αντιμετώπισε αυτό το «φόβο» κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Όπως κάνουν οι τολμηροί.

Αυτή του η νίκη δεν είναι προσωπική, είναι η νίκη του ταλέντου έναντι της αμπαλάζ μετριότητας. Και ας μας έκανε να περιμένουμε 17 χρόνια…